Ο σκιώδης πόλεμος μεταξύ Τεχεράνης και Τελ Αβίβ


Pulsul Geostrategic – Jul. 10, 2020

Με την άφιξη του Τραμπ στον Λευκό Οίκο και υπό το φως των δηλώσεων και των υποσχέσεών του στο πλαίσιο της προεκλογικής του εκστρατείας, πολλοί πίστευαν ότι το ιρανικό καθεστώς, με όλες τις στρατιωτικές του δυνάμεις, την ασφάλεια και τις πολιτοφυλακές του, θα βρισκόταν μπροστά στην κόλαση, όπως έγινε με το καθεστώς των Μπααθιστών στη Βαγδάτη στις αρχές αυτού του αιώνα. Μάλιστα, η εξωτερική του πολιτική κατά τους πρώτους μήνες της προεδρίας του επιβεβαίωναν αυτό που υποσχέθηκε. Η πυρηνική συμφωνία που διατυμπάνισε η κυβέρνηση Ομπάμα ως μεγάλο επίτευγμα, με μια υπογραφή του Τραμπ κατέστη αντικατοπτρισμός. Στη συνέχεια, έλαβε και άλλα μέτρα για να πλήξει την Τεχεράνη.

Με κάθε βήμα του Τραμπ εναντίον του Ιράν, πολλοί Άραβες και δυτικοί πολιτικοί αναλυτές προσκείμενοι στους Ρεπουμπλικανούς της Ουάσινγκτον ξεκίνησαν να μετράνε αντίστροφα έως την πτώση του ιρανικού καθεστώτος. Όμως κάθε φορά οι ίδιοι και οι αναγνώστες που διάβαζαν τις αναλύσεις τους απογοητεύονταν. Η μεγαλύτερη απογοήτευση δεν ήταν αυτών αλλά του σημαντικότερου στρατηγικού συμμάχου της Ουάσιγκτον στη Μέση Ανατολή, τοu Ισραήλ. Ο πρωθυπουργός Νετανιάχου, που αρχικά ικανοποιήθηκε με την απόφαση για την αμερικανική πρεσβεία και για το Γκολάν, γνωρίζει πολύ καλά ότι η “Συμφωνία του Aιώνα” (η οποία γεννήθηκε νεκρή) και η απόφαση να προσαρτηθεί η κοιλάδα του Ιορδάνη και τμήματα της Δυτικής Όχθης δεν έχουν σημασία όσο η Τεχεράνη συνεχίζει το πυρηνικό της πρόγραμμα και διατηρεί πυραύλους σε απόσταση αναπνοής από τα βόρεια ισραηλινά σύνορα. Αυτός ο εφιάλτης που ταλαιπωρεί το Τελ Αβίβ και τις υπηρεσίες ασφαλείας του αυξήθηκε δεδομένου ότι ο Τραμπ έδειξε ότι δεν έχει καμία πρόθεση να κινηθεί στρατιωτικά εναντίον της Τεχεράνης. Οπότε η επιλογή ήταν ένας πόλεμος μακριά από τα μέσα ενημέρωσης, στη σκιά, που ξεκίνησε το Τελ Αβίβ για να επεκταθεί σε σύγκρουση οφθαλμόν αντί οφθαλμού. Αυτός ο επικίνδυνος πόλεμος μας υποχρεώνει, ως πολιτικούς παρατηρητές, να αναλύσουμε τί προηγήθηκε και τί έπεται.

Το Ιράν σήμερα είναι ισχυρότερο από την προ κυρώσεων Τραμπ περίοδο. Αυτός ο χαρακτηρισμός της πραγματικότητας μπορεί να μην αρέσει σε πολλούς που βλέπουν τον Τραμπ ως Μεσσία και προστάτη είτε γιατί ευθυγραμμίζεται ιδεολογικά μαζί τους ή μπορεί να επηρεαστεί από τα χρήματά τους. Η απόδειξη για τα παραπάνω έχει ως ακολούθως:

Σήμερα, το Ιράν είναι ο κυρίαρχος της πολιτικής, στρατιωτικής, ασφάλειας και οικονομικής σκηνής στο Ιράκ, μακριά από ψευδαισθήσεις που κάποιοι προσπαθούν να πουλήσουν εδώ και εκεί. Η ιρανική πολιτοφυλακή PMU ελέγχει όλες τις αρθρώσεις του στρατού και της ασφάλειας, κάτι που δεν συνέβαινε στο Ιράκ κατά την εποχή Ομπάμα, ενώ στη Συρία η Τεχεράνη έχει βαθιά επιρροή στη γεωγραφία και το κράτος μέσω των συνδεδεμένων με αυτήν πολιτοφυλακών ή μέσω της άμεσης στρατιωτικής παρουσίας της μακριά από τις παρελάσεις της ρωσικής στρατιωτικής βάσης Khmeimim. Η επιλογή του Τραμπ να διακόψει την οικονομική και στρατιωτική υποστήριξη της συριακής ένοπλης αντιπολίτευσης έκανε το Ιράν να νιώθει πιο άνετο, σίγουρο και ελεύθερο από ό,τι πριν από το 2016. Στον Λίβανο, η νέα κυβέρνηση του Λιβάνου είναι ιρανόπληκτη και αποτελεί τμήμα της ιρανικής επιρροής στην περιοχή. Τα νέα πρόσωπα, οι ψευτο-τεχνοκράτες απομακρύνουν περισσότερο από ποτέ την Βηρυττό από την αραβική ή δυτική επιρροή. Τέλος, στην Υεμένη, η Τεχεράνη έχει μετατραπεί από υπερασπιστή της επιρροής της σε επιδρομέα, στρέφοντας τους πυραύλους της από το Άντεν και τα περίχωρά του στο Ριάντ και το αεροδρόμιο του.

Ωστόσο, η ιρανική ηγεσία που “τρέμει” τον Τραμπ και τη νεοσυντηρητική αμερικανική διοίκηση κλιμάκωσε περισσότερο ενώ, παρά τις οικονομικές κυρώσεις, η Τεχεράνη εξακολουθεί να πουλάει 1 εκατ. βαρέλια πετρελαίου ημερησίως. Το Στενό του Ορμούζ, γνωστό ως αμερικανική κόκκινη γραμμή από τον δεύτερο πόλεμο του Κόλπου, μετατράπηκε από την Τεχεράνη σε ένα εργαλείο πίεσης προς την ανατολή και την δύση. Ως αποτέλεσμα, το Ιράν έχει καταστεί σήμερα μια περιφερειακή δύναμη που δεν μπορεί να αγνοηθεί εν γένει στις συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή. Αυτή η πραγματικότητα και η εξέλιξη στην επιρροή του Ιράν ήταν και εξακολουθεί να βρίσκεται υπό το άγρυπνο βλέμμα του Τελ Αβίβ για το οποίο ο άνεμος δεν είναι ούριος και έτσι βρέθηκε υποχρεωμένο να κινηθεί μόνο του και να πάρει την παρακάτω επικίνδυνη απόφαση.

Ο Νετανιάχου και οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι του έπρεπε να δώσουν προτεραιότητα στις ενέργειες  αντιμετώπισης της Τεχεράνης και των επικίνδυνων φακέλων της. Η έρευνα και οι διαβουλεύσεις έδειξαν ότι το πρώτο στην λίστα κινδύνων είναι το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα. Η απόκτηση πυρηνικής βόμβας από την Τεχεράνη θα σήμαινε την αναδιάταξη των χαρτιών στο σύνολο της περιοχής. Σε αυτή τη βάση, σύμφωνα με τις ισραηλινές πηγές, η Μοσάντ  επέφερε ένα σοβαρό πλήγμα στο πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν μέσω της έκρηξης στην καρδιά της πυρηνικής βάσης Natanz (είναι πιθανό ότι η έκρηξη πραγματοποιήθηκε μέσω μιας εκρηκτικής συσκευής που είχε τοποθετηθεί μέσα στη βάση). Η πυρηνική βάση του Natanz αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του ιρανικού στρατιωτικού πυρηνικού προγράμματος για την παραγωγή εμπλουτισμένου ουρανίου. Εξαιτίας του βομβαρδισμού, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, θα χρειαστεί περισσότερο από ένα χρόνια για να αποκατασταθούν οι ζημιές.

Το Τελ Αβίβ δεν σταμάτησε εκεί. Προχώρησε σε μια σειρά κυβερνοεπιθέσεων στην πυρηνική βάση του Παρτσίν και στην Ιρανική Εταιρεία Ηλεκτρισμού και Επικοινωνιών, καθώς και κυβερνοεπιθέσεις σε συστήματα τορπιλών που βρίσκονται στις ακτές του Αραβικού Κόλπου. Με αυτόν τον τρόπο, ο Νετανιάχου και η κυβέρνησή του οδηγούν την περιοχή σε μια νέα στροφή της οποίας ο τίτλος είναι “δεν υπάρχουν κόκκινες γραμμές μετά από σήμερα” και η μάχη τώρα εκτείνεται από την Τεχεράνη ως στη Βηρυτό.

Όσον αφορά την Τεχεράνη, απεφασίσθη να μείνουν τα μέσα ενημέρωσης σιωπηλά, ελέγχοντας την κατάσταση, στη σκιά της σύγκρουσης μεταξύ των γερακιών των Επαναστατικών Φρουρών και των διπλωμάτων του Υπουργείου Εξωτερικών. Το ιρανικό καθεστώς που υπέστη ένα ισχυρό πλήγμα από την δολοφονία του χαρισματικού στρατηγού Σολεϊμάνι και στο οποίο απάντησε χλιαρά, σήμερα είναι αναγκασμένο να διαλέξει μεταξύ δύο σεναρίων. Το πρώτο σενάριο είναι να ακολουθήσουν την άποψη αξιωματούχων του υπουργείου Εξωτερικών μέσω της στρατηγικής της υπομονής έως τα αποτελέσματα των επερχόμενων προεδρικών εκλογών των ΗΠΑ. Όμως, αυτό το σενάριο θα ανάψει το πράσινο φως για το Τελ Αβίβ προς περισσότερες επιθέσεις στο εσωτερικό του Ιράν με τον ίδιο τρόπο που το πράττει στο εσωτερικό της Συρίας. Το δεύτερο σενάριο είναι να υπάρξει στρατιωτική απάντηση, στην οποία η Τεχεράνη θα χρησιμοποιήσει βαλλιστικούς πυραύλους ακριβείας και τα drones της για να επαναχαράξει τις κόκκινες γραμμές στην περιοχή κατά τα συμφέροντά της. Αυτό το σενάριο είναι πιθανό να οδηγήσει σε μια περίπλοκη μάχη με ασαφή αποτελέσματα.

Μετά τί;

Στην πραγματικότητα, η κρίση του κορωνοϊού και η οικονομική κατάρρευση που ακολούθησε, το κίνημα καταγγελίας του ρατσισμού σε όλες τις αμερικανικές πολιτείες, μαζί με την απρόσεκτη διαχείριση αυτών των κρίσεων εκ μέρους του Τραμμ, μείωσαν τις πιθανότητές του να κερδίσει τις επόμενες προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ. Αυτή η προσδοκία άρχισε να αλλάζει μερικούς από τους κανόνες του παιχνιδιού στη Μέση Ανατολή. Σε γενικές γραμμές, οι Ισραηλινοί αναγκάστηκαν να κινηθούν πιο παρορμητικά και λιγότερο προσεκτικά για να επωφεληθούν από το πιθανό τελευταίο διάστημα της παρουσίας Τραμπ στον Λευκό Οίκο. Μετά τον Τραμπ θα έρθει ο Μπάϊντεν που είναι γνωστός στους Άραβες ως ένας από τους πρωτεργάτες της πυρηνικής συμφωνίας με την Τεχεράνη, πράγμα που θα σήμαινε άρση των οικονομικών κυρώσεων και περιορισμό του χεριού του Τελ Αβίβ, όπως συνέβη κατά την εποχή του Ομπάμα,. Αυτή η αντίληψη καθιστά τον Νετανιάχου και την κυβέρνησή του πιο άγριους στις ενέργειές τους εναντίον του Ιράν και των συμμάχων του στην περιοχή. Τα εργοστάσια πυραύλων ακριβείας στο Λίβανο, ο αντιδραστήρας Bushehr στο Ιράν και οι αποθήγκες πυραύλων στη Συρία είναι πιθανοί στόχοι στο επόμενο στάδιο, ενώ είναι πιθανό ότι η Τεχεράνη θα επιλέξει ένα μείγμα υπομονής και αναμονής με μια προσεκτική απάντηση που στείλει μήνυμα χωρίς να ανακατέψει το τραπέζι.

Μπορεί, λοιπόν, θα ειπωθεί ότι ο σκιώδης πόλεμος μεταξύ Τελ Αβίβ και Τεχεράνης βρίσκεται στην πρώτη του φάση και θα συνεχιστεί με τρόπο που καθιστά την περίπτωση απώλειας ελέγχου πολύ περιορισμένη, αλλά πιθανή.