Η επαναπροσέγγιση Τουρκίας – Εμιράτων και οι επιπτώσεις της στην περιοχή


Pulsul Geostrategic – 13/12/2021

Σε μια ευαίσθητη και σημαντική διπλωματική επίσκεψη, ο Πρωθυπουργός των ΗΑΕ Μοχάμεντ μπιν Ζάιντ έφτασε στην Άγκυρα όπου συναντήθηκε με τον Τούρκο Πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν σε κλίμα που χαρακτηρίστηκε από τα ΜΜΕ των δύο πλευρών ως θετικό και αδελφικό. Της συνάντησης αυτής προηγήθηκαν διπλωματικές και οικονομικές προετοιμασίες και από τις δύο πλευρές, αλλά και η ξαφνική επίσκεψη του Συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας των Εμιράτων Tahnoun bin Zayed στην Άγκυρα πριν από περίπου δύο μήνες, η οποία άνοιξε τον δρόμο για διπλωματική και οικονομική επικοινωνία μεταξύ των δύο χωρών.

Παρά το γεγονός ότι η κίνηση θεωρήθηκε ξαφνική στροφή του Άμπου Ντάμπι, οι παρατηρητές των αλλαγών στην Μέση Ανατολή μπορούν να διαβάσουν τις λεπτομέρειες των αιτιών που οδήγησαν σε αυτήν, κυριότερη των οποίων ήταν η άφιξη του Μπάιντεν στον Λευκό Οίκο. Στη συνέχεια ήρθε η υποστήριξή από τα ΗΑΕ της διάσκεψης της Al-Ula, η οποία τερμάτισε τέσσερα χρόνια παράνομης πολιορκίας του κράτους του Κατάρ, του σημαντικότερου συμμάχου της Άγκυρας στον Κόλπο. Παρά, λοιπόν, την σημασία του βήματος των Εμιράτων, είναι πολύ πρόωρο και παράλογο να ερμηνεύεται αυτή η επίσκεψη ως το προοίμιο μιας συμμαχίας Εμιράτων-Τουρκίας σε μια περιοχή που είναι γνωστό ότι είναι πολιτικά ασταθής και με ασταθείς συμμαχίες. Ως παρατηρητές, όμως, μπορούμε να δούμε πως ενδέχεται να επηρεαστούν οι σημαντικότεροι φάκελοι της περιοχής υπό το πρίσμα αυτής της σύγκλισης και ποια είναι τα σενάρια για το μέλλον αυτής της σύγκλισης.

Καταρχάς, πρέπει να τονιστεί ότι η επίσκεψη αυτή επικεντρώθηκε στην οικονομική πτυχή μεταξύ των δύο χωρών. Τα πρώτα αποτελέσματα ήταν η υπογραφή συμφωνιών μεταξύ τους που προωθούν την συνεργασία σε επενδύσεις τεχνολογίας, τουρισμού και θαλάσσιων λιμένων, καθώς και στην αμυντική βιομηχανία. Επίσης, ανακοινώθηκε από τα ΗΑΕ η δημιουργία στην Τουρκία επενδυτικού fund 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Λαμβάνοντας υπόψη το βάθος του επιπέδου των πολιτικών διαφορών μεταξύ των δύο χωρών, είναι λογικό βήμα να επιλεγεί η οικονομία ως το έδαφος για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης μεταξύ τους και στη συνέχεια να προσπαθήσουμε να καταλήξουμε σε συμφωνία για πολιτικά ζητήματα που αφορούν και τις δύο και στα οποία έχουν επιρροή. Δεδομένης της προσεχούς ημερομηνίας των λιβυκών προεδρικών εκλογών, ο φάκελος της Λιβύης θα έχει σημαντική θέση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων Τουρκίας-ΗΑΕ.

Παρά την φαινομενική ηρεμία που εμφανίζει το σημερινό σκηνικό στην Λιβύη και τις πολιτικές κινήσεις υπό την ηγεσία της Ευρώπης, η ένταση που θα ακολουθήσει στο εγγύς μέλλον διαφαίνεται ήδη. Όπως είναι γνωστό, η Τουρκία, που επενέβη στρατιωτικά στον φάκελο της Λιβύης μετά από επίσημο αίτημα της νόμιμης κυβέρνησης της Τρίπολης έχει λόγο σε αυτόν. Από την άλλη πλευρά της σύγκρουσης το Αμπού Ντάμπι υποστηρίζει τον στρατηγό Khalifa Haftar και τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου, Aquila Saleh.

Με την ολοκλήρωση των υποψηφιοτήτων για την προεδρία της Λιβύης και την ανακοίνωση των ονομάτων των υποψηφίων, σημειώνεται ότι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια ηρεμία πριν από την καταιγίδα. Παρά την διακοπή των συγκρούσεων κατά τα τελευταία δύο χρόνια, αυτή η χρονική περίοδος δεν επέφερε θεμελιώδεις αλλαγές στην μορφή των συμμαχιών και της στρατιωτικής και φυλετικής επιρροής στο έδαφος. Οι πολιτοφυλακές του στρατηγού Χάφταρ (Λίβυοι και μη Λίβυοι μισθοφόροι) εξακολουθούν να ελέγχουν την ανατολική Λιβύη χωρίς να δείχνουν καμία αλλαγή ή επιθυμία να αποδεχτούν την αλλαγή.

Από την άλλη πλευρά, η προσωρινή κυβέρνηση στην Τρίπολη εξακολουθεί να έχει περιορισμένη επιρροή στην λιβυκή δύση δεδομένης της παρουσίας φυλετικών πολιτοφυλακών που αρνούνται να παραδώσουν τα όπλα τους και εκφράζουν φόβους για σπάσιμο της κατάπαυσης πυρός και οπισθοδρόμηση μετά τις προεδρικές εκλογές.

Μέσα σε αυτήν την κατάσταση, οι Λίβυοι πολιτικοί στέκονται μπροστά από τις εκλογικές κάλπες με το δάκτυλο στην σκανδάλη, οπότε οποιαδήποτε προσέγγιση Τουρκίας-ΗΑΕ μπορεί να έχει άμεσο αντίκτυπο στο μέλλον της Λιβύης. Επομένως, η χρονική στιγμή της επίσκεψης του Mohammed Bin Zayed στην Άγκυρα ακριβώς ένα μήνα πριν από την ημερομηνία των εκλογών, έχει ιδιαίτερη σημασία.

Τόσο το Άμπου Ντάμπι όσο και η Άγκυρα βλέπουν μια στρατιωτική λύση ως αδιέξοδο που θα οδηγήσει μόνο στην αποστράγγιση των δύο πλευρών χωρίς νικητή, με την Λιβύη να γίνεται ένα πρόσθετο οικονομικό βάρος στους ώμους τους. Μια λιβυκή προσωπικότητα για την οποία και οι δύο πλευρές θα συμφωνούν και η οποία θα διαφυλάσσει τα συμφέροντά τους, μπορεί να είναι η καλύτερη επιλογή και το ιδανικό σενάριο και για τους δύο. Η Άγκυρα είναι σε θέση να πείσει τους συμμάχους της στην Τρίπολη για αυτήν την λύση, όπως το Άμπου Ντάμπι έχει ισχυρή επιρροή στην ανατολική Λιβύη για να την πείσει να την αποδεχθεί.

Οι διεθνείς παίκτες, με επικεφαλής τους Ευρωπαίους, πιέζουν ήδη προς μια πολιτική λύση προκειμένου να τερματιστεί η παράνομη μετανάστευση στις λιβυκές ακτές και να επιστρέψει η Λιβύη στην αγορά πετρελαίου και φυσικού αερίου, κάτι που είναι πολύ σημαντικό για την Ευρώπη. Η επίσκεψη Τσαβούσογλου στο Άμπου Ντάμπι στα μέσα αυτού του μήνα θα είναι ένα προοίμιο για μια νέα καμπή στη σκηνή της Λιβύης ξεκινώντας από την καθυστέρηση της ημερομηνίας των εκλογών για ακόμα μερικούς μήνες έως ότου οι δύο πλευρές μπορέσουν να μεταφέρουν τις επιθυμίες τους στο έδαφος. Από την συνάντηση αυτή είναι πιθανό ότι οι συγκρούσεις στην ανατολική Μεσόγειο δεν θα απουσιάζουν.

Όσον αφορά στην ανατολική Μεσόγειο, μπορούμε να πούμε ότι τα δύο ζητήματα της έντασης στο Αιγαίο και των θαλάσσιων συνόρων μεταξύ Αιγύπτου και Τουρκίας θα αποτελέσουν μέρος οποιασδήποτε διαπραγμάτευσης ή συμφωνίας μεταξύ των δύο πλευρών. Παρά το σπάσιμο του πάγου μεταξύ Καΐρου και Άγκυρας στα τέλη του 2020 και οι συζητήσεις που προέκυψαν μεταξύ των δύο πλευρών περιλάμβαναν το ζήτημα των θαλασσίων συνόρων, τον φάκελο της Λιβύης και την ένταση στα μέσα ενημέρωσης μεταξύ των δύο μερών, δεν έφεραν κάτι νέο ούτε αποκατέστησαν σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών ελλείψει κοινού εδάφους και της αρνητικής ατμόσφαιρας που επικρατούσε τότε μεταξύ Άγκυρας και Άμπου Ντάμπι λόγω της σημαντικής επιρροής του εμιρατινού λόμπι στο Κάϊρο. Επομένως, κάθε είδους προσέγγιση Εμιράτων-Τουρκίας θα επηρεάσει θετικά τις τουρκοαιγυπτιακές σχέσεις και μπορεί να πιέσει προς την συμφιλίωση στο ζήτημα των θαλάσσιων συνόρων, τον οποίο Αθήνα και Λευκωσία θα παρακολουθούν.

Τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης επέλεξαν να αγνοήσουν την επίσκεψη του διαδόχου του Άμπου Ντάμπι στην Άγκυρα παρά την σημασία της για τα συμφέροντα της Αθήνας και την μεγάλη προσέγγιση που σημειώθηκε στις σχέσεις Ελλάδας-ΗΑΕ, γεγονός που αντανακλά ένα είδος ανησυχίας αφενός και επιθυμία να μην διαβαστεί βιαστικά αυτό το γεγονός από την ελληνική κυβέρνηση. Ο Έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης περίμενε περίπου δέκα ημέρες για να επικοινωνήσει με τον Μοχάμεντ μπιν Ζάιεντ μετά την επίσκεψη του δεύτερου στην Άγκυρα κατά την οποία θέλησε να επαναβεβαιώση το βάθος των σχέσεων και την ανάγκη να ανέβει το επίπεδο επενδυτικής συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών.

Αυτό που δεν θέλει να πει η ελληνική πλευρά είναι ότι η Αθήνα εκμεταλλεύτηκε την ένταση μεταξύ Άγκυρας αφενός και Άμπου Ντάμπι, Ριάντ και Αιγύπτου αφετέρου για να αναπτύξει τις διπλωματικές της σχέσεις με αυτές τις χώρες και να υπογράψει στρατιωτικές συμφωνίες μαζί τους (μια κοινή αμυντική συμφωνία με το Αμπού Ντάμπι, συμφωνία μεταφοράς Πάτριοτ στην Σαουδική Αραβία και συμφωνία οριοθέτησης των θαλάσσιων συνόρων με Κάιρο). Οι συμφωνίες αυτές δεν θα είχαν ολοκληρωθεί με αυτή την ευελιξία, αν δεν υπήρχε η ένταση μεταξύ αυτών των χωρών και της Άγκυρας. Κατά συνέπεια, η ελληνική κυβέρνηση δεν είναι αισιόδοξη για την επαναπροσέγγιση Εμιράτων-Τουρκίας και τις τουρκοαιγυπτιακές συνεννοήσεις που μπορεί να προκύψουν και δεν θα ικανοποιούν την Αθήνα στην ανατολική Μεσόγειο. Η Ελλάδα στερείται των τόσο απαραίτητων επενδύσεων από τις χώρες του Κόλπου υπό το πρίσμα της χρόνιας οικονομικής κρίσης που την μαστίζει.

Αναμφίβολα, τόσο το Άμπου Ντάμπι όσο και η Άγκυρα έχουν σημαντικό βάρος στην Μέση Ανατολή και έχουν πρόσφατα επεκτείνει την επιρροή τους για να συμπεριλάβουν την Αφρική και την Κεντρική Ασία, δεδομένης της μείωσης της παρουσίας της Αμερικής στην περιοχή και την επικέντρωσή της στον ιρανικό πυρηνικό φάκελο.

Τόσο η Τουρκία όσο και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα θέλουν να εκμεταλλευτούν το αμερικανικό κενό για να αποκομίσουν στρατηγικά, οικονομικά και γεωπολιτικά οφέλη που θα στηρίξουν τις φιλοδοξίες τους στην περιοχή και θα αυξήσουν την διεθνή τους επιρροή. Μέσα σε αυτό το όραμα, η αναζήτηση κοινών παρονομαστών από τα δύο μέρη μπορεί να είναι ένας πιο επιτυχημένος τρόπος από τη σύγκρουση. Η πρώτη του δοκιμή θα είναι στη Λιβύη και η επιτυχία του θα επεκταθεί και σε άλλα θέματα στην ανατολική Μεσόγειο και όχι μόνο.